- κεραυνώνω
- κεραύνωσα, κεραυνώθηκα, κεραυνωμένος, κεραυνοβολώ, κατακεραυνώνω, αποσβολώνω: Τον κεραύνωσε μ' αυτά που του 'πε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κεραυνώνω — (ΑΜ κεραυνῶ, όω) [κεραυνός] χτυπώ με τον κεραυνό, κεραυνοβολώ («τὰ ὑπερέχοντα ζῷα ὡς κεραυνοῑ ὁ θεός», Ηρόδ.) αρχ. καταδικάζω … Dictionary of Greek
κεραυνοβολώ — (ΑΜ κεραυνοβολῶ, έω) [κεραυνοβόλος] 1. εξακοντίζω κεραυνό, κεραυνώνω 2. μτφ. πέφτω απότομα σαν κεραυνός νεοελλ. καταπλήσσω, αποσβολώνω, αφήνω κάποιον άναυδο … Dictionary of Greek
κεραυνώ — κεραυνῶ, όω (ΑΜ) βλ. κεραυνώνω … Dictionary of Greek